- αγχέμαχος
- ος , ον предназначенный для рукопашного боя;
αγχέμαχα όπλα — холодное оружие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγχέμαχα όπλα — холодное оружие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀγχέμαχος — fighting hand to hand masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγχέμαχος — η, ο (Α ἀγχέμαχος, ον) (για όπλα) αυτός που χρησιμοποιείται για μάχες εκ τού συστάδην (σώμα προς σώμα) αρχ. αυτός που μάχεται εκ τού πλησίον, από κοντά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + μάχη. ΠΑΡ. μσν. ἀγχεσίμαχος] … Dictionary of Greek
ἀγχεμάχως — ἀγχέμαχος fighting hand to hand adverbial ἀγχέμαχος fighting hand to hand masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχέμαχον — ἀγχέμαχος fighting hand to hand masc/fem acc sg ἀγχέμαχος fighting hand to hand neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχεμάχοιο — ἀγχέμαχος fighting hand to hand masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχεμάχοις — ἀγχέμαχος fighting hand to hand masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχεμάχοισιν — ἀγχέμαχος fighting hand to hand masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχεμάχου — ἀγχέμαχος fighting hand to hand masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχεμάχους — ἀγχέμαχος fighting hand to hand masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχεμάχων — ἀγχέμαχος fighting hand to hand masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχεμάχῳ — ἀγχέμαχος fighting hand to hand masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)